Η διπολική διαταραχή είναι γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη και ανήκει στις διαταραχές της διάθεσης. Πρόκειται για μία ψυχική διαταραχή με δύο πόλους που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα κατάθλιψης και συμπτώματα μανίας ή υπομανίας. Υπομανία ονομάζουμε την ήπια μανία, που δεν παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργικότητα του ασθενούς και την ποιότητα των επαγγελματικών και προσωπικών του σχέσεων.
Ο διπολικός ασθενής, επομένως, μπορεί να βιώνει εναλλάξ περιόδους φυσιολογικής διάθεσης, κατάθλιψης, μανίας ή υπομανίας για τουλάχιστον μία εβδομάδα, παρόλο που τα καταθλιπτικά επεισόδια συνηθίζεται να κρατάνε πολύ μεγαλύτερο διάστημα.
Είθισται, οι διπολικοί ασθενείς να επισκέπτονται τον θεραπευτή όταν βρίσκονται σε καταθλιπτικά επεισόδια. Αυτό κυρίως συμβαίνει διότι εκείνη την χρονική περίοδο διακατέχονται από έντονα μελαγχολική διάθεση, απουσία κινήτρων και διάθεσης για εμπλοκή σε δραστηριότητες, μειωμένη λίμπιντο, αδυναμία λήψης ευχαρίστησης, ιδίως από ασχολίες που μέχρι πρότινος ήταν πηγές ευχαρίστησης για αυτούς. Μπορεί να απομονώνονται για λίγο και να αποσύρονται κοινωνικά, να έχουν φτωχή βλεματική επαφή, αίσθημα κόπωσης, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, πονοκεφάλους και ψυχοκινητική επιβράδυνση.
Ενδεχομένως να παρουσιάσουν απώλεια όρεξης και βάρους ή αυξημένη όρεξη και αύξηση βάρους. Ο ύπνος διαταράσσεται. Μπορεί να έχουν πρόωρες αφυπνίσεις ή να κοιμούνται περισσότερο από το φυσιολογικό και να εκδηλώνουν αδυναμία να σηκωθούν το πρωί από το κρεβάτι. Μπορεί, επίσης, να παρουσιάζουν δυσκολία συγκέντρωσης, απόσπαση προσοχής, κακή μνήμη, απώλεια προσανατολισμού και φτωχό περιεχόμενο σκέψης, το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από αίσθηση αναξιότητας, ενοχές, απελπισία και κάποιες φορές, αυτοκαταστροφικό ή αυτοκτονικό ιδεασμό.
Αντιθέτως, όταν οι διπολικοί ασθενείς βρίσκονται σε «υπομανιακό» ή «μανιακό» επεισόδιο, συνήθως, δεν αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα της κατάστασης. Εκείνη την περίοδο νιώθουν γεμάτοι ενέργεια, αισθάνονται ότι δεν τους χρειάζεται ύπνος, μπορεί να μιλάνε ακατάπαυστα και γρηγορότερα από ότι συνήθως, να εμφανίζουν δυσκολία στην συγκέντρωση ή να είναι υπερπαρατηρητικοί, μπορεί να έχουν έντονη σεξουαλική διάθεση ή να ξοδεύουν υπέρογκα χρηματικά ποσά σε πράγματα που δεν χρειάζονται. Μπορεί, επίσης, να εμφανίσουν παράτολμη, επιθετική ή αλλόκοτη συμπεριφορά, που πρωτύτερα δεν είχαν.
Τα ακριβή αίτια της διπολικής διαταραχής δεν τα γνωρίζουμε. Ως παράγοντες κινδύνου αναγνωρίζονται η δομή και λειτουργία του εγκεφάλου, η κληρονομικότητα (γονίδια) και το οικογενειακό ιστορικό.
Σύμφωνα με την παγκόσμια βιβλιογραφία, η θεραπευτική αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει συνήθως έναν συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής και χρόνιας ψυχοθεραπείας, μαζί με ψυχοεκπαίδευση. Ο σκοπός της φαρμακευτικής αγωγής είναι να εξισορροπηθεί η διάθεση, με την αποκατάσταση της έκκρισης των κατάλληλων ορμονών.
Ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι, κυρίως, να αποδεχτεί ο διπολικός ασθενής την κατάστασή του, να ενημερωθεί για την ασθένεια και να μάθει τρόπους να αναγνωρίζει τα προειδοποιητικά σημάδια – όπως και στρατηγικές αντιμετώπισής τους.
Ένα πολύ αρνητικό σημείο, σε σχέση με τη Διπολική Διαταραχή είναι το πόσο ύπουλη είναι. Ακριβώς επειδή υπάρχουν πολλές και συχνές εναλλαγές στη διάθεση, είναι δύσκολο να αναγνωριστεί, από το άτομο και, επομένως, να ζητήσει βοήθεια. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν πολλοί διπολικοί ασθενείς, γύρω μας, αδιάγνωστοι, που, χωρίς να το θέλουν, μπορεί να κάνουν τη ζωή των αγαπημένων τους ανθρώπων, δύσκολη και περίπλοκη.
Το σίγουρο είναι ότι η διπολική διαταραχή ΔΕΝ θεραπεύεται, όμως, αν ο διπολικός είναι συνεπής στην αγωγή και συνεχίζει και την ψυχοθεραπεία του, μπορεί να έχει μία πλήρως λειτουργική και αξιοπρεπή ζωή.
Άννα Μαραγκάκη ψυχολόγος