Πόσος καιρός χρειάζεται σ’ ένα ρούχο να παλιώσει;
Ένας
χρόνος δύο, πέντε, δέκα; Παραπάνω;
Πόσο θα σου πάρει να δεις και να αποδεχτείς ότι δεν μπορείς
να το φοράς άλλο, ότι τα μανίκια του σού μίκρυναν, οι αγκώνες έλιωσαν
σχηματίζοντας μικρές τρύπες έτοιμες ν’ αποκαλύψουν το δέρμα σου. Ότι η φόδρα
έλιωσε κι αυτή, δεν μπορεί, όσο κι αν το θέλει, να σε ζεστάνει.
Θυμάσαι τη μέρα που το είδες πρώτη φορά. Είναι αυτό που
χρειάζομαι, είπες γεμάτη ενθουσιασμό. Το πρόβαρες και καμάρωνες στον καθρέφτη
σου. Όλες θα με ζηλεύουν για το απόκτημά μου, σκέφτηκες και χαμογέλασες
μακάρια.
Από ‘κείνη τη στιγμή δεν το έβγαλες από πάνω σου. Όπου κι αν
πήγαινες το φορούσες, σού έδινε αυτοπεποίθηση και ένιωθες ότι σ’ αγαπάει όπως
το αγαπούσες κι εσύ. Με τον καιρό το συνήθισες εσύ, το συνήθισαν κι άλλοι. Αν
καμιά φορά έφευγες χωρίς αυτό, οι φίλοι σε ρωτούσαν γιατί δεν το έχεις μαζί.
Αυτό σε χαροποιούσε όμως σε εκνεύριζε κιόλας.
- “Είμαι εγώ εδώ, δεν σας φτάνω;”
έλεγες χαμογελώντας.
Τα χρόνια πέρασαν και η αγάπη σου έγινε εξάρτηση. Συνέχισες
να το φοράς, χωρίς να σου φαίνεται παράλογο ή τρελό, παρότι ήξερες ότι ο καιρός
το φθείρει επάνω σου, ότι το σώμα σου άλλαξε και είχε αρχίσει να σε στενεύει.
Είχε γίνει ένα με το κορμί σου. Ούτε που σου περνούσε απ’ το μυαλό να βάλεις
κάτι άλλο. Σαν προδοσία το έβλεπες ακόμα και να γυρίσεις το κεφάλι να κοιτάξεις
σε βιτρίνα.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, όταν τυχαία περνώντας
μπροστά από καθρέφτη, είδες την αντανάκλασή σου. Στην αρχή δεν κατάλαβες ότι
ήσουν εσύ. Τρόμαξες. Το ρούχο κρεμόταν σαν τσουβάλι επάνω σου και σ’ έκανε να
μοιάζεις με γριά. Πόσα χρόνια είμαι έτσι, αναρωτήθηκες και τα μάτια σου γέμισαν
θάλασσες. Αυτό το παλιόρουχο με κάνει να φαίνομαι κουρασμένη, μουρμούρισες
καθώς συνέχισες τον δρόμο σου, αλλά δεν το έβγαλες. Αισθανόσουν ασφάλεια
φορώντας το κι ας ήξερες πως πάλιωσε και πως είναι για πέταμα.
Τόσα χρόνια με προστάτευε, σκεφτόσουν δικαιολογώντας
ουσιαστικά την ανασφάλεια σου. Αμαρτία να το πετάξω. Ίσως μπορώ να το
τροποποιήσω, να το φέρω στα μέτρα μου. Μα όσες προσπάθειες κι αν έκανες το
αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. Ώσπου άρχισες να το παίρνεις απόφαση. Αυτό το
ρούχο ράφτηκε για να είναι αυτό που είναι, δεν έχω δικαίωμα να το αλλάξω μόνο
και μόνο επειδή εγώ έχω αλλάξει, παραδέχτηκες με πόνο.
Κάθε φορά που προσπαθούσες να το βγάλεις, κομμάτια από το
δέρμα σου ξεκολλούσαν προκαλώντας αφόρητους πόνους. Είχε γίνει ένα με το πετσί
σου. Γνώριζες όμως καλά ότι αν δεν το πετάξεις σύντομα, θα έλιωνες μαζί του.
Όταν κατάλαβε ότι δεν το θέλεις πια, πληγώθηκε. Ο πόνος του
έγινε οργή και με πείσμα αντιστάθηκε γεμίζοντας την υφή του με αγκάθια τα οποία
τρυπούσαν το δέρμα σου μέχρι το κόκαλο.
- “Τόσα χρόνια ήμουν εδώ για σένα και τώρα θέλεις να με
πετάξεις”, σου ψιθύρισε μια νύχτα στον ύπνο σου.
Γεμάτη από τύψεις κι ενοχές, άρχισες να κλαις.
- “Μα δεν το
βλέπεις; Δεν μπορούμε πια να είμαστε μαζί”, κλαψούρισες προσπαθώντας να του
δώσεις να καταλάβει το κακό που κάνετε και οι δύο στον εαυτό σας.
- “Έχω μείνει
σχεδόν γυμνή, είσαι γεμάτο τρύπες και με πληγώνεις, δεν μπορώ να σε φοράω άλλο,
πονάω και κρυώνω”.
Τυλίχτηκε τότε εκείνο σαν σκοινί στον λαιμό σου και απείλησε
να σε σκοτώσει.
“Αν μ’ αφήσεις θα πεθάνεις”.
“Μα κι αν μείνω θα πεθάνω”, είπες και πήρες στα χέρια το
ψαλίδι.