Το φύλοΗ επαγγελματική ανάπτυξη του ατόμου και κατά συνέπεια οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές του επιλογές, συνδέονται με την όλη διαδικασία της κοινωνικοποίησής του. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι, οι διαφορές που παρατηρούνται στις επιλογές επαγγέλματος των αγοριών και των κοριτσιών, αντίστοιχα, συνδέονται με τη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους μέσα στην οικογένεια και τις αντιλήψεις τους για τους «κοινά αποδεκτούς» ρόλους των δύο φύλων.
Παρά τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές και τις αλλαγές νοοτροπίας και κριτηρίων (ισότητα των δύο φύλων κ.λπ.), το φύλο αποτελεί ένα λιγότερο ή περισσότερο αποφασιστικό παράγοντα στην επιλογή επαγγέλματος. Η κοινωνική αντίληψη στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, είναι διαφορετική για τους επαγγελματικούς ρόλους ανδρών και γυναικών. Με το φύλο προκαθορίζονται, ως ένα βαθμό, οι κλίσεις και οι επιθυμίες του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται εμπόδια ή δίνονται ευκαιρίες για επαγγελματική ανάπτυξη (Δημητριάδου 1982, Κασιμάτη και συν. 1982, Titkow 1985, Λάϊου – Αντωνίου 1985, Κασιμάτη 1986, Κρίβα – Χάντζιου 1989, Αrnold 1989, Meier 1991, Βενετσάνου και συν. 1993, Μαραγκουδάκης 1993, Καρανάσιου 1993).
Ανάμεσα στα δύο φύλα παρατηρούνται διαφορές ως προς τα ενδιαφέροντα, από την παιδική ακόμα ηλικία. Οι διαφορές αυτές αφορούν όχι μόνο τα παιχνίδια, τις δραστηριότητες και τον ελεύθερο χρόνο τους, αλλά και το ρόλο που καλούνται να παίξουν, τα πρότυπα, τις παρέες, και, ακόμη, τις επαγγελματικές τους προτιμήσεις (Παρασκευόπουλος 1992, πβ. και Μπλούνα 1977).
Σε κάθε παιδί, ανάλογα με το φύλο του, προτείνονται διαφορετικά πρότυπα με τα οποία καλείται να ταυτιστεί. Έτσι το αγόρι αναμένεται να γίνει δυνατό, ανεξάρτητο, ενεργητικό κι ανταγωνιστικό, ιδιότητες που στο μέλλον θα του χρησιμέψουν για να επιτύχει επαγγελματικά, ενώ το κορίτσι, ενθαρρύνεται και αναμένεται να γίνει υποτακτικό, ευαίσθητο και στοργικό, ώστε να ανταποκριθεί, όταν μεγαλώσει, στον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της συζύγου και μητέρας (Λαμπροπούλου, Γεωργουλέα 1986).
Είναι φανερό ότι σχετικά με το φύλο υπάρχουν βαθιά ριζωμένες στερεότυπες αντιλήψεις. Αυτές καθορίζουν και επιβάλλουν συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους για άνδρες και γυναίκες (Κορωναίου 1992, Δημητρόπουλος και συν. 1994, Σιδηροπούλου-Δημακάκου 2000). Πρόκειται για τα γνωστά στερεότυπα των δύο φύλων τα οποία δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την επιλογή επαγγέλματος.
Αναλυτικότερα έχει κανείς να επισημάνει τα εξής: Το σύστημα αξιών της οικογένειας αναπτύσσει στο παιδί από τη μικρή του ηλικία κοινωνικά στερεότυπα που έχουν σχέση με το φύλο και το επαγγελμα. Η οικογένεια, κατά την παραδοσιακή αντίληψη, θέλει το αγόρι να επικεντρώνεται στη σταδιοδρομία του (καριέρα) και να έχει επαγγελματικές επιλογές δυναμικές και φιλόδοξες. Αντίθετα, για το κορίτσι οι επιλογές αυτές παρουσιάζονται στατικές και σταθερές, ώστε να είναι σε θέση να συνδυάσει τις υποχρεώσεις του επαγγέλματος με τα οικογενειακά καθήκοντα. Οι πιέσεις της οικογένειας στρέφουν τα αγόρια προς την ακαδημαϊκή και την επαγγελματική επιτυχία. Τα κορίτσια ενθαρρύνονται προς την απόκτηση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών εφοδίων, ταυτόχρονα, όμως, δίνεται σ’ αυτά το μήνυμα ότι, ο προορισμός του κοριτσιού είναι ο γάμος και ο ρόλος του ως «νοικοκυράς», θεωρώντας συχνά το ρόλο της εργαζόμενης γυναίκας δευτερεύοντα. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των δύο ρόλων και περιορισμός σε «γυναικεία» επαγγέλματα, όπως βεβαιώνεται πολύπλευρα (Σιδηροπούλου – Δημακάκου 1995, πβ. και Κραβαρίτου – Μανιτάκη 1983, Γκαρή και συν.1996, Τσολακίδου 1997).
Τα παραπάνω αφορούν, με βάση και τους αναφερόμενους ερευνητές, την ελληνική κοινωνία. Αλλά και σε άλλες χώρες τα θέματα αυτά δεν είναι οπωσδήποτε διαφορετικά. Συγκεκριμένα, στον Καναδά διαπιστώθηκε ότι η αντίληψη για το ρόλο του φύλου επηρεάζει την επιλογή του επαγγέλματος. Τα παιδιά κοινωνικοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ ακολουθούν συμπεριφορές που είναι κατάλληλες, ή μη, για το φύλο τους και οι οποίες γενικεύονται στις επαγγελματικές ενασχολήσεις τους. Κατά συνέπεια, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν με την αντίληψη του ρόλου του φύλου τους, στενεύουν οι αντιλήψεις των κατάλληλων επαγγελματικών επιλογών, που σχετίζονται με το φύλο τους. Τα κορίτσια δίνουν προτεραιότητα στην οικογένεια παρά στα επαγγελματικά τους σχέδια. Γι’ αυτό επιλέγουν κυρίως παραδοσιακά επαγγέλματα που απαιτούν λιγότερες υποχρεώσεις (Davey & Stoppard 1993).
Σε πολλές έρευνες εξετάστηκαν τα στερεότυπα του ρόλου του φύλου με αφετηρία παιδιά προσχολικής ηλικίας και κατάληξη μαθητές λυκείου. Διαπιστώθηκε ότι οι διαφορές των φύλων ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Αναλυτικότερα:
Ο Stroeher (1994) στο Σικάγο εξέτασε τις «στάσεις» παιδιών νηπιαγωγείου που αφορούσαν τις «φιλοδοξίες» της σταδιοδρομίας τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ακόμα και τα παιδιά του νηπιαγωγείου επέλεξαν επαγγέλματα παραδοσιακά «γυναικεία» ή «ανδρικά», αντίστοιχα. Σε μεγάλο ποσοστό, κορίτσια και αγόρια απάντησαν ότι, το επάγγελμα του πυροσβέστη, του αστροναύτη και του αστυνομικού θα μπορούσαν να είναι μόνο για τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια προτιμούσαν περισσότερο παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως δασκάλα και νοσοκόμα.
Παρόμοιες διαπιστώσεις έκαναν οι Trice και Rush (1995) και, ακόμη, οι Gordua, McGraw και Drabman (1979) σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Τα κορίτσια και τα αγόρια προτιμούσαν επαγγέλματα που παραδοσιακά θεωρούνταν κατάλληλα για το φύλο τους.
Από έρευνα σε Ευρωαμερικανούς μαθητές δημοτικού για τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες, διαπιστώθηκε ότι, οι επιλογές επαγγελμάτων ακολουθούσαν παραδοσιακά σχήματα για κάθε φύλο. Τα αγόρια προτιμούσαν επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους, ενώ τα κορίτσια είχαν χαμηλότερες φιλοδοξίες για το επαγγέλμά τους απ’ ό,τι τα αγόρια. Επίσης, τα αγόρια έτειναν περισσότερο σε φανταστικά επαγγέλματα από ό,τι τα κορίτσια. Καθώς όμως ωριμάζουν, σύμφωνα και με το μοντέλο της Gottfredson (1981), οι επιλογές τους γίνονται ρεαλιστικές και τείνουν να επιλέγουν περισσότερο κοινωνικά επαγγέλματα, όπως του γιατρού και του δικηγόρου. Αντίθετα, τα κορίτσια μένουν περισσότερο σταθερά στις αρχικές τους επιλογές (Hammond & Dingley 1989, Helwig 1998).
Η παραπάνω διαφοροποίηση της σταθερής προτίμησης των επαγγελματικών επιλογών με βάση το φύλο, φαίνεται να είναι ευρύτερη, αφού και στην Ελλάδα έχουμε παρόμοιες διαπιστώσεις. Τα κορίτσια αποφασίζουν σε μικρή ηλικία για το μελλοντικό τους επάγγελμα και παραμένουν σταθερά στην απόφασή τους. Οι λόγοι φαίνεται να είναι κοινωνικοί. Ο κοινωνικός ρόλος της μητέρας και συζύγου αναγκάζει τα κορίτσια να ωριμάσουν νωρίτερα από τα αγόρια, να επιλέγουν ένα επάγγελμα και να μένουν σταθερά σ’ αυτό (Σόφτη – Μπεσμπέα 1983).
Τα επαγγελματικά στερεότυπα του φύλου ερευνήθηκαν και σε λευκούς μαθητές της γ΄ γυμνασίου της Νότιας Αφρικής. Οι Νοτιοαφρικανοί μαθητές σ’ αυτή την τάξη, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό τους σύστημα, επιλέγουν μια σειρά μαθημάτων που καθορίζει τη μελλοντική επαγγελματική τους απόφαση. Οι έρευνες αυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, τα επαγγέλματα που έχουν υψηλό κύρος παρατηρούνται στερεοτυπικά στα αγόρια, ενώ τα επαγγέλματα που έχουν χαμηλό γόητρο, παρουσιάζονται στερεοτυπικά στα κορίτσια. Μάλιστα, τα αγόρια επιδείκνυαν περισσότερο επαγγελματικά στερεότυπα σε σχέση με το φύλο τους απ’ ό,τι τα κορίτσια. Υποστηρίζεται ότι τέτοια στερεότυπα είναι επίκτητα μέσω της κοινωνικοποίησης από τους γονείς και, ακόμη, ότι οφείλονται στην έλλειψη πληροφοριών. Αργότερα ενισχύονται από τις διαφημίσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης και το εκπαιδευτικό σύστημα (Cook & Simbayi 1998).
Οι Watson, Foxcroft και οι συνεργάτες τους (1997) μελέτησαν τις επαγγελματικές φιλοδοξίες μαύρων μαθητών λυκείου στην Αφρική (σύμφωνα με την τυπολογία του Holland) με βάση το φύλο. Oι περισσότεροι έφηβοι παρουσίασαν φιλοδοξίες σχετικές με κοινωνικά επαγγέλματα (δασκάλου, καθηγητή, γενικά εργασία με ανθρώπους) καθώς και με ερευνητικά – επιστημονικά (έρευνα φυσικών, βιολογικών φαινομένων) και γενικότερα με επαγγέλματα υψηλού κύρους. Μάλιστα τα κοινωνικά και ερευνητικά επαγγέλματα κάλυπταν 72% των μαθητών. Για περισσότερα από τα μισά κορίτσια οι φιλοδοξίες τους αφορούσαν κοινωνικά και λιγότερο ερευνητικά επαγγέλματα. Οι φιλοδοξίες των αγοριών ήταν περισσότερο συγκεντρωμένες σε επαγγέλματα υψηλού κύρους απ’ ό,τι οι φιλοδοξίες των κοριτσιών.
Παρόμοιες διαπιστώσεις, που δείχνουν τη διαφοροποίηση των φύλων στις επαγγελματικές επιλογές, έγιναν και από έρευνες που διεξήχθησαν στην Αφρική (Mwaba 1992), στην Κίνα (Siann et al. 1998), αλλά και στις Η.Π.Α. (Danzinger 1983, Rojewski & Yang 1997, Farmer et al. 1998) και γενικότερα στην Αμερική (Stockard & Mcgee 1990, Lapan et al. 1996).
Από πολλές ερευνητικές διαπιστώσεις φάνηκε ότι, τα κορίτσια επιλέγουν καθιστικά επαγγέλματα (π.χ. δακτυλογράφος, τηλεφωνήτρια, γραμματέας κ.λπ.), ενώ τα αγόρια, εργασίες που στηρίζονται στη μυϊκή τους δύναμη (Lehman & Witty 1963, Beuf 1974, Panek, Rush & Greenawalt 1977, Taber 1992, Kootz 1996).
Υπάρχουν επαγγέλματα που φιλοδοξούν να ασκήσουν αποκλειστικά τα κορίτσια. Αυτά ανήκουν συνήθως στο χώρο του «φανταχτερού» και «εκθαμβωτικού» (αεροσυνοδός, φωτομοντέλο, ηθοποιός, τραγουδίστρια) ή σχετίζονται με την ομορφιά και τη μόδα (αισθητικός, κομμώτρια, μοντελίστ). Τα τεχνικά επαγγέλματα προσελκύουν κυρίως το ενδιαφέρον των αγοριών. Επικρατεί η άποψη ότι, τα τεχνικά και χειρωνακτικά επαγγέλματα συνδυάζονται με την «αρρενωπότητα», ενώ τα κοινωνικά και μη χειρωνακτικά, με τη «θηλυκότητα». Ακόμη φαίνεται ότι τα κορίτσια προτιμούν κλάδους που έχουν σχέση με τη διδασκαλία. Αντίθετα, τα αγόρια στρέφονται στις θετικές επιστήμες των οποίων το πτυχίο δίνει συνήθως μεγαλύτερες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης και εξέλιξης και δε θίγεται τόσο εύκολα από τις οικονομικές και τεχνολογικές μεταβολές (Bourdieu & Passeron 1964, Κασιμάτη και συν. 1982, Λαμπροπούλου & Γεωργουλέα 1986, Χατζηγεωργίου 1991, Βασιλού – Παπαγεωργίου 1994, Σιδηροπούλου – Δημακάκου 1995, Kootz 1996, Τσολακίδου 1997).
Διαφοροποίηση με βάση το φύλο παρατηρήθηκε όχι μόνο στην επαγγελματική κατεύθυνση αλλά και στο επίπεδο των επαγγελμάτων από άποψη κοινωνικού γοήτρου. Συγκεκριμένα: Τα κορίτσια δείχνουν περισσότερο ενδιαφέρον για επαγγέλματα που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες, για επαγγέλματα με λιγότερο κύρος και λιγότερα χρήματα, επαγγέλματα με λιγότερες ευκαιρίες για προαγωγή και συνήθως υπαλληλικά επαγγέλματα. Επίσης επιλέγουν επαγγέλματα που τους προσφέρουν ευχάριστες συνθήκες εργασίας, ευχάριστο περιβάλλον και επαγγέλματα που τους προσφέρουν τη δυνατότητα να βοηθούν άλλους ανθρώπους. Ενδιαφέρονται ακόμη να έχουν καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και να αισθάνονται αποδοχή από τους άλλους. Αντίθετα, τα αγόρια προτιμούν επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού γοήτρου (όπως του γιατρού κ.λπ.) ελπίζοντας ότι θα εξασφαλίσουν μεγαλύτερη δύναμη και οικονομική άνεση και προτιμούν επιστημονικούς και τεχνικούς κλάδους στους οποίους ασκείται εξουσία. Επίσης ενδιαφέρονται περισσότερο για πράγματα παρά για πρόσωπα και προτιμούν να διοικούν παρά να διοικούνται. Γενικά, επιλέγουν επαγγέλματα με ψυχική αντοχή, υπευθυνότητα, ψυχραιμία, αλλά και επαγγέλματα που προσφέρουν ευκαιρίες για προαγωγή, περισσότερα χρήματα και ανεξαρτησία (Οlivie 1973, Μπλούνα 1977, Κραβαρίτου – Μανιτάκη 1983, Καραμάνου 1984, Κατάκη 1984, Titkow 1985, Μακρίδου – Τέττερη 1985, Χαριστού 1989, Scozzaro & Subich 1990, Etaugh & Poertner 1991, Κάντας & Χαντζή 1991, Παρασκευόπουλος 1992, Αντωνοπούλου 1999).
Το ότι τα κορίτσια, συχνότερα από ό,τι τα αγόρια, επιλέγουν επαγγέλματα που βασίζονται στην κοινωνική συνεισφορά, τονίζεται και από άλλες έρευνες (Karmας et al. 1990). Ειδικά στην Αθήνα τα αγόρια δίνουν περισσότερη έμφαση στην προσδοκία ενός καλού μισθού και στις απαιτήσεις της αγοράς και θέτουν περισσότερο βάρος σε «εξωτερικές» αξίες εργασίας (χρήματα, κοινωνικό γόητρο), ενώ τα κορίτσια, σε «εσωτερικές» (κλίση, ενδιαφέροντα).
Γενικά, έχει παρατηρηθεί ότι, οι άντρες προσελκύονται περισσότερο από «εξωτερικές – λειτουργικές / πρακτικές αξίες», όπως ασφάλεια, οικονομικές απολαβές και ελεύθερος χρόνος, ενώ οι γυναίκες από «εσωτερικές – συναισθηματικές αξίες», όπως αλτρουϊσμός και διαπροσωπικές σχέσεις (Erez et al. 1989).
Αξιοπρόσεκτες είναι ακόμη και οι παρακάτω εμπειρικές διαπιστώσεις από έρευνα στην Αμερική (με βάση την τυπολογία του Holland). Τα αγόρια έχουν εντονότερα επαγγελματικά ενδιαφέροντα για «ρεαλιστικά» θέματα που σχετίζονται με τη φύση, τη γεωργία, την περιπέτεια, το στρατό και τις μηχανικές δραστηριότητες. Αντίθετα, τα κορίτσια έχουν εντονότερα επαγγελματικά ενδιαφέροντα για «καλλιτεχνικά» θέματα (μουσική, θέατρο, τέχνη, συγγραφή), για «επιχειρησιακά» (δικηγορία, εμπόριο, πώληση και διαχείρηση επιχειρήσεων) και για «συμβατικά» θέματα (πρακτική γραφείου) (Mullis & Mullis 1997).
Σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω δεδομένα, τονίζεται ότι, η θέση της γυναίκας, η οποία στο παρελθόν ήταν υποβαθμισμένη στην κοινωνία και, κατά συνέπεια, και στον εργασιακό χώρο, βελτιώθηκε με βάση τις νέες αντιλήψεις για τα δύο φύλα. Αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την είσοδο της γυναίκας σε όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς τομείς. Μάλιστα, με τη βιομηχανοποίηση και την εξειδίκευση της εργασίας, ο προσανατολισμός της γυναίκας άλλαξε και ο ρόλος του φύλου ως παράγοντα επιλογής επαγγέλματος μειώνεται διαρκώς. Σήμερα, δύσκολα μπορούμε να μιλάμε για υπεροχή, ή μη, στις επαγγελματικές προτιμήσεις του ενός ή του άλλου φύλου (Σόφτη – Μπεσμπέα 1983).
Οι παλαιότερες έρευνες έδειχναν μια σαφέστερη διαφοροποίηση εξαιτίας του φύλου. Αυτή όμως η διαφοροποίηση υποχωρεί εντυπωσιακά στις πρόσφατες έρευνες. Άνδρες και γυναίκες δε διαφέρουν σημαντικά στην επαγγελματική τους συμπεριφορά και τα επαγγελματικά κίνητρα. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι γυναίκες κρίνουν με λιγότερη αισιοδοξία και σιγουριά, από ό,τι οι άνδρες, τις δυνατότητές τους και έχουν μειωμένες προσδοκίες για παρέμβασή τους στις επαγγελματικές διαδικασίες και στην επαγγελματική εξέλιξη (Κρίβας & Χάντζιου 1989).
Στην ίδια άποψη φαίνεται να καταλήγουν και οι Erez, Borochov και Mannheim (1989), οι οποίοι παρατηρούν ότι, η αποδυνάμωση του παραδοσιακού τύπου της οικογένειας και η ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, επέφεραν αλλαγές στις επαγγελματικές αξίες των γυναικών.
Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι, οι στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους των φύλων αλλάζουν, ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες. Ένας μικρός π.χ. αριθμός γυναικών σταδιακά καταλαμβάνει επαγγέλματα στα οποία παραδοσιακά κυριαρχούσαν οι άνδρες (ιατρική, διοίκηση επιχειρήσεων κ.λπ.). Όμως οι στερεότυπες αντιλήψεις, που έχουν οι άνδρες για τα φύλα, αλλάζουν με βραδύτερο ρυθμό. Λιγότεροι άνδρες προτιμούν επαγγέλματα τα οποία παραδοσιακά ασκούνταν από γυναίκες, όπως είναι το επάγγελμα της νοσοκόμας, της νηπιαγωγού, της γραμματέα κ.λπ. (Φλουρής, Μασσιάλας 1988). Για τις παραπάνω αναλογίες μπορεί κανείς να υποθέσει ότι έχουν στο μεταξύ διαφοροποιηθεί περισσότερο αριθμητικά ενάντια στις παραδοσιακές συσχετίσεις.
Τέλος, οι διαφορές φύλου είναι αναμενόμενο να επεκτείνονται και στα άτομα με κάποια νοητική καθυστέρηση (Levy et al. 1994, Σιδηροπούλου – Δημακάκου 2000), και, ακόμη, στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές φιλοδοξίες των «προικισμένων» ατόμων. Διαπιστώθηκε ότι τα αγόρια (μαθητές) που είναι «προικισμένα» και «ταλαντούχα», παρουσιάζονται να έχουν υψηλές εκπαιδευτικές και επαγγελματικές φιλοδοξίες εξαιτίας των μοναδικών τους ικανοτήτων. Αξιοπρόσεκτη είναι η διαπίστωση ότι τα «προικισμένα» κορίτσια βιώνουν αντίστοιχες εσωτερικές συγκρούσεις, όπως επιθυμία για δυο πράγματα: οικογένεια και σταδιοδρομία. Αυτό, πολλές φορές, τις αποτρέπει από το να φιλοδοξούν εκπαιδευτικές ευκαιρίες και γενικά σταδιοδρομία με υψηλό κοινωνικό γόητρο (Allying et al. 1994, Kerr 1983).
Από τα παραπάνω είναι φανερή η πορεία του ρόλου του φύλου στην επιλογή επαγγέλματος. Η πορεία αυτή είναι φθίνουσα σε ό,τι αφορά τη σημασία του διαφοροποιημένου ρόλου. Το φύλο σήμερα φαίνεται να παίζει, σε μικρό μέχρι ελάχιστο βαθμό και σε περιορισμένες περιπτώσεις, ρόλο διαφοροποίησης στην επιλογή επαγγέλματος, όταν λάβουμε υπόψη ότι, επαγγέλματα που θεωρούνταν παλαιότερα αποκλειστικά γυναικεία (π.χ. νηπιαγωγός) ή αποκλειστικά ανδρικά (π.χ. στρατιωτικός) αποτελούν αυτονόητες σχεδόν επαγγελματικές κατευθύνσεις και για τα δύο φύλα. Αυτό ισχύει βέβαια ακόμη περισσότερο για κοινωνίες ιδιαίτερα φιλελεύθερες και λιγότερο ή ελάχιστα παραδοσιακές (πβ. τη δυνατότητα παστόρων γυναικών σε προτεσταντικές κοινωνίες και την αποκλειστικότητα ιερέων ανδρών σε oρθόδοξες θρησκευτικές κοινωνίες). Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι, είναι ασφαλώς εντονότερη η μείωση της σημασίας του φύλου στις αντιλήψεις γενικότερα για τις διαφορές των δύο φύλων από ό,τι είναι στις επαγγελματικές προτιμήσεις των δύο φύλων. Σε αυτές φαίνεται να παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες και κυρίως οι μέχρις ενός σημείου καθιερωμένες και ακόμη στερεότυπες κοινωνικές δομές και συνήθειες (πβ. την περίπτωση π.χ. του μέσου Έλληνα άνδρα – συζύγου που δε θεωρεί αυτονόητη τη συμμετοχή του στην προετοιμασία του οικογενειακού φαγητού, στη φροντίδα των παιδιών κ.λπ.).
ΠΗΓΗ : https://psichologiagr.com/