Ο Burns (1982) δε φαίνεται να συμφωνεί με την παραπάνω διάκριση αφού, ως αυτοαντίληψη θεωρεί το σύνολο πεποιθήσεων και στάσεων που διαμορφώνει το άτομο για τον εαυτό του οι οποίες εμπεριέχουν διάφορες αυτοαξιολογήσεις και τάσεις συμπεριφοράς.
Η Ε. Συγκολλίτου επισκοπώντας τα πορίσματα διάφορων σχετικών ερευνητών συμπεραίνει ότι, «η αυτοαντίληψη αποτελεί μια πολυδιάστατη μάλλον παρά μονοδιάστατη δομή, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελείται από διαστάσεις ποικίλες ως προς το περιεχόμενο» (1998, 113).
Με βάση τις επισημάνσεις αυτές, είναι φανερή η ιδιαίτερη σημασία αλλά και η σύνδεση και σχέση της αυτοαντίληψης με την επιλογή επαγγέλματος, όπως θα φανεί και από τα παρακάτω.
Η αυτοαντίληψη σχετίζεται με τη διαμόρφωση της «ταυτότητας του Εγώ» που αποτελεί τη βασικότερη αναπτυξιακή απαίτηση στον τομέα της προσωπικότητας κατά την εφηβεία, αφού στην ηλικία αυτή ο έφηβος καλείται κατά τον Erikson, να αποκτήσει σαφή εικόνα του ποιος είναι και τι θέλει στη ζωή, ώστε να μπορέσει να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις σπουδές, την εργασία, την οικογένεια κ.ά. Βέβαια η ταυτότητα που διαμορφώνει το άτομο κατά την εφηβεία δε μένει στατική αλλά εξελίσσεται καθώς νέες εμπειρίες και νέοι ρόλοι προστίθενται στη ζωή του. Έτσι, πριν ακόμη το άτομο φτάσει στην εφηβική ηλικία, έχει κάποιες πρώιμες μορφές αυτογνωσίας (στάσεις και εμπειρίες του παρελθόντος, σχέσεις, ταυτίσεις, ενδιαφέροντα, ρόλους) τις οποίες χρειάζεται να συνενώσει και να επεξεργαστεί με το παρόν, ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει το μέλλον (Παρασκεύοπουλος 1983, πβ. και Αχλής 1985). Η Λεονταρή (1998) στο έργο της με τίτλο «Αυτοαντίληψη» συνδέει την αναζήτηση ταυτότητας του εφήβου με την ένταξή του στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και σημειώνει τα εξής: «Οι έφηβοι πρέπει να αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν τα ενδιαφέροντά τους σε σχέση με την επιλογή καριέρας…. πρέπει να επιλέξουν και να καθορίσουν κάποιο ρόλο και να σταθεροποιηθούν σ’ αυτόν που επέλεξαν» (114).
Έχει πολλαπλά διαπιστωθεί ότι, άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν την τάση να είναι δύστροπα και απαισιόδοξα, ενώ άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο δημιουργικά και περισσότερο αισιόδοξα. Άτομα που έχουν θετική αυτοεκτίμηση, έχουν καλές σχέσεις με τον εαυτό τους και με τους γύρω τους, διακρίνονται από ψυχική ισορροπία και συναισθηματική σταθερότητα, είναι περισσότερο ευτυχισμένα και μπορούν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις δυσκολίες που τους παρουσιάζονται. Άτομα με αρνητική αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται να βρουν σημεία επαφής με τον εαυτό τους και τους γύρω τους, στοιχείο που δυσχεραίνει τη συγκρότηση μιας υγιούς και ρεαλιστικής προσωπικότητας. Η εντύπωση που σχηματίζει το άτομο για τον εαυτό του, η διαμόρφωση, δηλαδή, της θετικής ή αρνητικής αυτοεκτίμησης, δεν είναι κάτι έμφυτο αλλά είναι αποτέλεσμα των εμπειριών και των συναισθημάτων που διαμορφώνει ο άνθρωπος στην πορεία του και ακόμη των αλληλεπιδράσεών του με το κοινωνικό του περιβάλλον (Μπέλλας 1977, Λεονταρή, Γιαλαμάς 1996, Τσιώρα 1998).
Παράγοντες που επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση θετικής ή αρνητικής αυτοεκτίμησης είναι η οικογένεια, το σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ. Αναλυτικότερα: Η συναισθηματική στήριξη που θα πάρει το παιδί από την οικογένεια, οι ρεαλιστικές προσδοκίες των γονέων και η ανατροφή του παιδιού σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, συμβάλλουν στη διαμόρφωση θετικής αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, η ανατροφή του παιδιού σε κλίμα αυταρχικότητας και απόρριψης, οδηγεί στη δημιουργία αρνητικής εικόνας για την αξία του εαυτού και, κατ’ επέκταση, σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το σχολείο δε συμβάλλει λιγότερο στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης του παιδιού με τις ποικίλες εμπειρίες που παρέχει. Όχι μόνο οι συμμαθητές αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλος με τη στάση του αποτελούν επιμέρους παράγοντες ιδιαίτερα σημαντικούς για τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης του νέου ατόμου. Ο αυταρχικός π.χ., αλλά και ο ανεξέλεγκτος – αδιάφορος τρόπος συμπεριφοράς του δασκάλου δε βοηθάει στη διαμόρφωση επιτυχούς αυτοεκτίμησης, για να περιοριστούμε σε μια, αλλά κλασική σχετική διαπίστωση όπως αυτή του Lewin (βλ. ενδεικτικά Παπαδόπουλος Ν. Γ. 181 κ.ε.). Τέλος, ο κοινωνικός περίγυρος, το στενότερο ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει επίσης σημαντικά τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης. Η εκτίμηση ενός ατόμου για τον εαυτό του δεν ταυτίζεται πάντα με την πραγματική του αξία. Υπάρχουν, δηλαδή, άτομα με πολλές ικανότητες που, όμως, δεν τρέφουν ανάλογα συναισθήματα για τον εαυτό τους, αλλά υπάρχουν και άτομα με περιορισμένες δυνατότητες που αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με το θέμα της επιλογής επαγγέλματος, αφού συχνά οι έφηβοι λόγω υποτίμησης ή υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων τους οδηγούνται σε λανθασμένες επαγγελματικές επιλογές. Καθώς η επίγνωση του εαυτού κατά την εφηβεία γίνεται ουσιαστικότερη, η αυτοεκτίμηση γίνεται βαθύτερη σε σχέση με τους μελλοντικούς στόχους και με τη λήψη αντίστοιχων αποφάσεων (Κουμή 1997, Συγκολλίτου 1997, Λεονταρή 1998).
Σύμφωνα με τη θεωρία της επαγγελματικής ανάπτυξης του Super (1957) η επιλογή ενός επαγγέλματος είναι μια προσπάθεια του ατόμου να πραγματώσει την έννοια του εαυτού του. Ο έφηβος καλείται να αποκτήσει μια όσο το δυνατόν «αποκρυσταλλωμένη» επαγγελματική επιλογή, κάτι που σχετίζεται άμεσα με την εικόνα που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του. Η ύπαρξη υψηλής ή χαμηλής αυτοεκτίμησης επηρεάζει τη διαδικασία διαμόρφωσης «αποκρυσταλλωμένης» επαγγελματικής επιλογής.
Από σχετικές έρευνες (Resnick, Fauble, Osipow, 1970 & Chiu 1990) διαπιστώθηκε ότι, οι έφηβοι με υψηλή αυτοεκτίμηση παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας και «αποκρυστάλλωσης» (vocational crystallization) στην επιλογή του επαγγέλματος σε σχέση με τους εφήβους που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση οδηγούνται στις επιλογές τους με υποκειμενικά – προσωπικά κριτήρια, θεωρώντας ότι έχουν τις ικανότητες που απαιτούνται για το επάγγελμα που επιλέγουν. Αντίθετα, στα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, η επιλογή εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και για το λόγο αυτό, το επάγγελμα που επιλέγουν δεν ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών και επιθυμιών τους. Η επιλογή τους αυτή προσαρμόζεται απλώς και μόνο σε κάποιες κοινωνικές αξίες (Korman 1967).
Η ικανότητα αυτοεκτίμησης και γενικά η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης είναι βασική προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσει το άτομο να ωριμάσει και να αποκτήσει ψυχική ισορροπία, στοιχεία απαραίτητα για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως αυτή της επιλογής επαγγέλματος (Τσιώρα 1998).
Κατά τον Super (1957) η πορεία της επιλογής του επαγγέλματος ολοκληρώνεται από τη στιγμή που συμβιβάζεται η αυτοαντίληψη με την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα βασικά στάδια για τη διαμόρφωση επαγγελματικής ανάπτυξης και αυτοαντίληψης είναι τα ακόλουθα:
Η Ε. Συγκολλίτου επισκοπώντας τα πορίσματα διάφορων σχετικών ερευνητών συμπεραίνει ότι, «η αυτοαντίληψη αποτελεί μια πολυδιάστατη μάλλον παρά μονοδιάστατη δομή, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελείται από διαστάσεις ποικίλες ως προς το περιεχόμενο» (1998, 113).
Με βάση τις επισημάνσεις αυτές, είναι φανερή η ιδιαίτερη σημασία αλλά και η σύνδεση και σχέση της αυτοαντίληψης με την επιλογή επαγγέλματος, όπως θα φανεί και από τα παρακάτω.
Η αυτοαντίληψη σχετίζεται με τη διαμόρφωση της «ταυτότητας του Εγώ» που αποτελεί τη βασικότερη αναπτυξιακή απαίτηση στον τομέα της προσωπικότητας κατά την εφηβεία, αφού στην ηλικία αυτή ο έφηβος καλείται κατά τον Erikson, να αποκτήσει σαφή εικόνα του ποιος είναι και τι θέλει στη ζωή, ώστε να μπορέσει να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις σπουδές, την εργασία, την οικογένεια κ.ά. Βέβαια η ταυτότητα που διαμορφώνει το άτομο κατά την εφηβεία δε μένει στατική αλλά εξελίσσεται καθώς νέες εμπειρίες και νέοι ρόλοι προστίθενται στη ζωή του. Έτσι, πριν ακόμη το άτομο φτάσει στην εφηβική ηλικία, έχει κάποιες πρώιμες μορφές αυτογνωσίας (στάσεις και εμπειρίες του παρελθόντος, σχέσεις, ταυτίσεις, ενδιαφέροντα, ρόλους) τις οποίες χρειάζεται να συνενώσει και να επεξεργαστεί με το παρόν, ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει το μέλλον (Παρασκεύοπουλος 1983, πβ. και Αχλής 1985). Η Λεονταρή (1998) στο έργο της με τίτλο «Αυτοαντίληψη» συνδέει την αναζήτηση ταυτότητας του εφήβου με την ένταξή του στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και σημειώνει τα εξής: «Οι έφηβοι πρέπει να αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν τα ενδιαφέροντά τους σε σχέση με την επιλογή καριέρας…. πρέπει να επιλέξουν και να καθορίσουν κάποιο ρόλο και να σταθεροποιηθούν σ’ αυτόν που επέλεξαν» (114).
Έχει πολλαπλά διαπιστωθεί ότι, άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν την τάση να είναι δύστροπα και απαισιόδοξα, ενώ άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο δημιουργικά και περισσότερο αισιόδοξα. Άτομα που έχουν θετική αυτοεκτίμηση, έχουν καλές σχέσεις με τον εαυτό τους και με τους γύρω τους, διακρίνονται από ψυχική ισορροπία και συναισθηματική σταθερότητα, είναι περισσότερο ευτυχισμένα και μπορούν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις δυσκολίες που τους παρουσιάζονται. Άτομα με αρνητική αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται να βρουν σημεία επαφής με τον εαυτό τους και τους γύρω τους, στοιχείο που δυσχεραίνει τη συγκρότηση μιας υγιούς και ρεαλιστικής προσωπικότητας. Η εντύπωση που σχηματίζει το άτομο για τον εαυτό του, η διαμόρφωση, δηλαδή, της θετικής ή αρνητικής αυτοεκτίμησης, δεν είναι κάτι έμφυτο αλλά είναι αποτέλεσμα των εμπειριών και των συναισθημάτων που διαμορφώνει ο άνθρωπος στην πορεία του και ακόμη των αλληλεπιδράσεών του με το κοινωνικό του περιβάλλον (Μπέλλας 1977, Λεονταρή, Γιαλαμάς 1996, Τσιώρα 1998).
Παράγοντες που επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση θετικής ή αρνητικής αυτοεκτίμησης είναι η οικογένεια, το σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ. Αναλυτικότερα: Η συναισθηματική στήριξη που θα πάρει το παιδί από την οικογένεια, οι ρεαλιστικές προσδοκίες των γονέων και η ανατροφή του παιδιού σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, συμβάλλουν στη διαμόρφωση θετικής αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, η ανατροφή του παιδιού σε κλίμα αυταρχικότητας και απόρριψης, οδηγεί στη δημιουργία αρνητικής εικόνας για την αξία του εαυτού και, κατ’ επέκταση, σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το σχολείο δε συμβάλλει λιγότερο στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης του παιδιού με τις ποικίλες εμπειρίες που παρέχει. Όχι μόνο οι συμμαθητές αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλος με τη στάση του αποτελούν επιμέρους παράγοντες ιδιαίτερα σημαντικούς για τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης του νέου ατόμου. Ο αυταρχικός π.χ., αλλά και ο ανεξέλεγκτος – αδιάφορος τρόπος συμπεριφοράς του δασκάλου δε βοηθάει στη διαμόρφωση επιτυχούς αυτοεκτίμησης, για να περιοριστούμε σε μια, αλλά κλασική σχετική διαπίστωση όπως αυτή του Lewin (βλ. ενδεικτικά Παπαδόπουλος Ν. Γ. 181 κ.ε.). Τέλος, ο κοινωνικός περίγυρος, το στενότερο ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει επίσης σημαντικά τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης. Η εκτίμηση ενός ατόμου για τον εαυτό του δεν ταυτίζεται πάντα με την πραγματική του αξία. Υπάρχουν, δηλαδή, άτομα με πολλές ικανότητες που, όμως, δεν τρέφουν ανάλογα συναισθήματα για τον εαυτό τους, αλλά υπάρχουν και άτομα με περιορισμένες δυνατότητες που αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με το θέμα της επιλογής επαγγέλματος, αφού συχνά οι έφηβοι λόγω υποτίμησης ή υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων τους οδηγούνται σε λανθασμένες επαγγελματικές επιλογές. Καθώς η επίγνωση του εαυτού κατά την εφηβεία γίνεται ουσιαστικότερη, η αυτοεκτίμηση γίνεται βαθύτερη σε σχέση με τους μελλοντικούς στόχους και με τη λήψη αντίστοιχων αποφάσεων (Κουμή 1997, Συγκολλίτου 1997, Λεονταρή 1998).
Σύμφωνα με τη θεωρία της επαγγελματικής ανάπτυξης του Super (1957) η επιλογή ενός επαγγέλματος είναι μια προσπάθεια του ατόμου να πραγματώσει την έννοια του εαυτού του. Ο έφηβος καλείται να αποκτήσει μια όσο το δυνατόν «αποκρυσταλλωμένη» επαγγελματική επιλογή, κάτι που σχετίζεται άμεσα με την εικόνα που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του. Η ύπαρξη υψηλής ή χαμηλής αυτοεκτίμησης επηρεάζει τη διαδικασία διαμόρφωσης «αποκρυσταλλωμένης» επαγγελματικής επιλογής.
Από σχετικές έρευνες (Resnick, Fauble, Osipow, 1970 & Chiu 1990) διαπιστώθηκε ότι, οι έφηβοι με υψηλή αυτοεκτίμηση παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας και «αποκρυστάλλωσης» (vocational crystallization) στην επιλογή του επαγγέλματος σε σχέση με τους εφήβους που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση οδηγούνται στις επιλογές τους με υποκειμενικά – προσωπικά κριτήρια, θεωρώντας ότι έχουν τις ικανότητες που απαιτούνται για το επάγγελμα που επιλέγουν. Αντίθετα, στα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, η επιλογή εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και για το λόγο αυτό, το επάγγελμα που επιλέγουν δεν ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών και επιθυμιών τους. Η επιλογή τους αυτή προσαρμόζεται απλώς και μόνο σε κάποιες κοινωνικές αξίες (Korman 1967).
Η ικανότητα αυτοεκτίμησης και γενικά η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης είναι βασική προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσει το άτομο να ωριμάσει και να αποκτήσει ψυχική ισορροπία, στοιχεία απαραίτητα για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως αυτή της επιλογής επαγγέλματος (Τσιώρα 1998).
Κατά τον Super (1957) η πορεία της επιλογής του επαγγέλματος ολοκληρώνεται από τη στιγμή που συμβιβάζεται η αυτοαντίληψη με την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα βασικά στάδια για τη διαμόρφωση επαγγελματικής ανάπτυξης και αυτοαντίληψης είναι τα ακόλουθα:
- Αποκρυστάλλωση σε συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση (14-18 ετών).
- Εστίαση στην κατεύθυνση αυτή (18-21 ετών).
- Σπουδές και είσοδος στο επάγγελμα ( 21-24 ετών).
- Σταθεροποίηση στο επάγγελμα (25-35 ετών).
- Εξέλιξη στο επάγγελμα (36 και εξής).
- Το άτομο προσπαθεί να πραγματώσει την επαγγελματική του αυτοαντίληψη περνώντας μέσα από τα παραπάνω πέντε στάδια επαγγελματικής ανάπτυξης. Η επαγγελματική αυτοαντίληψη αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και γίνεται σταθερότερη σε ωριμότερα στάδια ηλικίας.
Συνεχίζεται ΣΤ' ΜΕΡΟΣ: Η σωματική κατάσταση και σωματικά χαρακτηριστικά, από την Αγνή Βίκη και τον Ευστράτιο Παπάνη
ΠΗΓΗ : https://psichologiagr.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου