Είναι γενικότερα γνωστή η άποψη ότι, οι διάφορες κατηγορίες επαγγελμάτων απαιτούν από το άτομο ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Τα βασικότερα από αυτά είναι:
Δραστηριότητα – ενεργητικότητα: Χαρακτηρίζει το ενεργητικό και δραστήριο άτομο.
Σύνεση – προσοχή: Χαρακτηρίζει το άτομο που αποφεύγει τα λάθη και προσέχει τη λεπτομέρεια.
Συνεργατικότητα: Χαρακτηρίζει το άτομο που συμμετέχει σε ομάδες και συνεργάζεται.
Επιρροή: Χαρακτηρίζει το κυριαρχικό άτομο, που θέλει να επηρεάζει, να ηγείται, να παίρνει πρωτοβουλίες και να αναλαμβάνει ευθύνες.
Συγκινησιακή σταθερότητα: Χαρακτηρίζει το άτομο που είναι πράο και χαρούμενο και γενικά ξεπερνά τις δυσκολίες.
Ευαισθησία: Χαρακτηρίζει το άτομο με ικανότητα συμμετοχής στα συναισθήματα των άλλων.
Κοινωνικότητα: Χαρακτηρίζει το φιλικό άτομο και γενικά το άτομο που αρέσκεται στη συντροφιά των άλλων.
Αξιοπιστία: Χαρακτηρίζει το άτομο που παρουσιάζει εντιμότητα, συνέπεια, και εργάζεται αποτελεσματικά ανεξάρτητα από άσκηση ελέγχου (Λιάντας 1996).
Η συνάρτηση της προσωπικότητας με την επιλογή επαγγέλματος και με την επαγγελματική ανάδειξη φαίνεται να εκτιμάται τα τελευταία χρόνια διαφορετικά από ό,τι παλαιότερα. Πριν μερικά χρόνια, η διαδικασία επιλογής επαγγέλματος ήταν «διανοητικό ή πνευματικό» θέμα. Δηλαδή, η επιλογή θεωρούνταν επιτυχημένη, αν τα προσόντα του ατόμου «ταίριαζαν» με τις απαιτήσεις που είχε το μελλοντικό του επάγγελμα. Σήμερα οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι, χρειάζεται να υπάρξει κάποια επαγγελματική ωριμότητα του ατόμου και ότι στην επιλογή του επαγγέλματος είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη κυρίως η προσωπικότητα και οι βασικές εσωτερικές ανάγκες του ατόμου (βλ. ενδεικτικά Μιχαηλίδη – Νουάρου 1987).
Γενικά, και σύμφωνα με τους Κ. Μάνο (2000) και Ν. Γ. Παπαδόπουλο (2001α), η προσωπικότητα του ατόμου με τη δυναμικότητά της αποτελεί καίρια και ουσιαστική προϋπόθεση στην επιλογή επαγγέλματος. Η επιλογή αυτή, ως επιμέρους προσαρμογή του ατόμου στο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, συμβάλλει στη γενικότερη επιτυχή προσαρμογή του. Γι’ αυτό και συμβαίνει, άτομα ψυχολογικά προσαρμοσμένα να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στην επιλογή επαγγέλματος αλλά και να προσαρμόζονται καλύτερα σ’ αυτό.
2.4.2. Νοητικές ικανότητες και σχολικές επιδόσεις ως σύνθετοι παράγοντες και κριτήρια – κίνητρα
Ο Ν. Γ. Παπαδόπουλος σε μελέτη του (1980) αναφερόμενος στους ποικίλους παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν έντονα την επιλογή επαγγέλματος ενός νέου περιλαμβάνει σ’ αυτούς, και μάλιστα πρωταρχικά, τις ατομικές ικανότητες και δεξιότητες, τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις κ.λπ.
Αλλά και άλλοι συγγραφείς επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη, υποστηρίζοντας ότι, οι νοητικές ικανότητες και οι ιδιαίτερες επιδόσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την επιλογή επαγγέλματος, αφού οι ικανότητες αυτές κρίνονται απαραίτητες για την περαιτέρω απόκτηση δεξιοτήτων και γνώσεων (Μελανίτης 1966, Ινστιτούτο Ψυχολογίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ 1981, Κωστάκος 1981, Λιάντας 1996). Η σπουδαιότητα των νοητικών ικανοτήτων στην επιλογή επαγγέλματος τονίζεται και από τον Kuder, που αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, για μια επιτυχημένη επιλογή επαγγέλματος δε φτάνει μόνο το «θέλω» αλλά και το «νοητικό δυναμικό» (Ζαννή – Τελειοπούλου 1978 και 1980).
Η επιλογή σχολικής και επαγγελματικής κατεύθυνσης σε σχέση με τις νοητικές ικανότητες, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα όχι μόνο της ατομικής αλλά και της κοινωνικής ζωής. Ο Ν. Γ. Παπαδόπουλος (1980) υποστηρίζει ότι, αν το άτομο κατορθώσει να ασκήσει ένα επάγγελμα που είναι σύμφωνο με την ιδιαίτερη ικανότητα και την αντίστοιχη κλίση του, θα μπορέσει να εξασφαλίσει ατομική επιτυχία και παράλληλα κοινωνική πρόοδο. Δηλαδή, όσο πιο κοντά βρίσκεται η επιλογή επαγγέλματος στην ταύτιση είδους νοημοσύνης και βαθμού επίδοσης της σχετικής ικανότητας προς τις απαιτήσεις και το επίπεδο του επαγγέλματος, τόσο και πιο επιτυχημένη είναι η επιλογή αυτή για το ίδιο το άτομο αλλά και για όλη την κοινωνία. Εξάλλου, καταλήγει, η ορθή επαγγελματική επιλογή στηρίζεται στην αλληλοσυσχέτιση και εναρμόνιση των νοητικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ατόμου, των ενδιαφερόντων και κλίσεών του, των ευρύτερων ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών και οικονομικών δυνατοτήτων και των προσφερόμενων επαγγελματικών ευκαιριών, δηλαδή της μελλοντικής, ζήτησης εργασίας κάθε επαγγέλματος. Στις επισημάνσεις αυτές η προτεραιότητα αποδίδεται στη συμφωνία νοητικών ικανοτήτων και κλίσεων ή ενδιαφερόντων του ατόμου και κατά συνέπεια περιλαμβάνουν διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σε συνάρτηση με την επιλογή επαγγέλματος.
Στην αναγκαιότητα της αντιστοιχίας μεταξύ ικανοτήτων και απαιτήσεων των επαγγελματικών ασχολιών αναφέρονται και άλλοι ειδικοί. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι, διάφορες ομάδες επαγγελμάτων απαιτούν σε μεγαλύτερο βαθμό ορισμένες ικανότητες απ’ ό,τι άλλες. Ως βασικές νοητικές ικανότητες αναφέρονται συνοπτικά οι εξής:
Κατανόηση λόγου, αριθμητική ικανότητα, ευχέρεια λόγου ή ευφράδεια, παραστατική ικανότητα χώρου, μνήμη, αντίληψη, λογική σκέψη, πρωτοτυπία. Θεωρείται γενικά χρήσιμο, ο μαθητής να αποκτήσει επίγνωση των δυνατών και αδύνατων νοητικών του προϋποθέσεων και να αντιληφθεί πώς αυτές συνδέονται με ορισμένα μαθήματα ή εξωσχολικές ασχολίες και επαγγέλματα, ώστε να διευκολυνθεί στην επιλογή του επαγγέλματος που θα ακολουθήσει: (Ζαννή – Τελειοπούλου 1980).
Οι νοητικές ικανότητες και η σχολική επίδοση, ενώ αποτελούν σημαντικά κριτήρια και προϋποθέσεις για την επαγγελματική επιλογή, δεν είναι, όπως σημειώθηκε ήδη, μοναδικά στοιχεία καθορισμού της επαγγελματικής απόφασης και κατεύθυνσης. Τα πράγματα παρουσιάζουν μια αρκετά σύνθετη διαπλοκή. Έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, τόσο στο διεθνή όσο και στον ελληνικό χώρο ότι, η νοημοσύνη των παιδιών δεν παίζει μοναδικό ρόλο στην επιλογή επαγγέλματος (βλ. ενδεικτικά Myers 1941, Παπακωνσταντίνου 1981, Περισυνάκης 1975, Τζάνη 1983). Οι μελέτες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι, οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και το περιβάλλον της οικογένειας ευνοούν τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών που παίζουν σπουδαίο ρόλο στη σχολική και επαγγελματική κατεύθυνση, και αυτό, γιατί προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητά τους να εισαχθούν στους διάφορους τύπους περαιτέρω εκπαίδευσης (Τανακίδης 1983).
Ο Καθηγητής Ι. Μαρκαντώνης (1961) οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, υπάρχει άμεση θετική συσχέτιση μεταξύ επίδοσης στο γυμνάσιο και επαγγελματικής εξέλιξης στη ζωή. Διαπιστώθηκε ότι, οι μαθητές που είχαν καλύτερες επιδόσεις στο γυμνάσιο πέτυχαν στη ζωή τους επαγγελματικά περισσότερο από ό,τι εκείνοι με χαμηλότερες επιδόσεις. Φάνηκε, όμως, και εδώ, ότι, δεν είναι μόνο η επίδοση που καθορίζει αποκλειστικά την επαγγελματική πορεία, αλλά ο συνδυασμός της με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της οικογένειας και η αντίστοιχη οικογενειακή παράδοση. Η σχολική επιτυχία από μόνη της δε σημαίνει οπωσδήποτε επαγγελματική επιτυχία, και αντίστροφα, σχολική αποτυχία δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην επαγγελματική αποτυχία.
Αρκετοί ερευνητές, άλλωστε, επισημαίνουν ότι, η σχολική επιτυχία είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων ανάμεσα στους οποίους είναι η οικογένεια, το σχολείο, οι συνομήλικοι κ.λπ. (Πατέρας 1980, Flouris et al. 1994, Αναστασιάδης 1995, Συγκολλίτου 1998).
Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαπιστώσεις είναι διαφορετικές. Παρά τις υψηλές προσδοκίες των γονέων, η επιτυχία των παιδιών παρέμεινε χαμηλή. Συγκεκριμένα:Υψηλά επίπεδα πίεσης και βοήθειας από τους γονείς βρέθηκε ότι έχουν αρνητικές επιδράσεις στη σχολική επίδοση των παιδιών τους. Μάλιστα, αυτές οι επιδράσεις ήταν μεγαλύτερες στα κορίτσια. Βρέθηκε, ακόμη, ότι, οικογένειες που στηρίζουν θετικά (με επιτυχείς τρόπους) τα παιδιά τους, έχουν γενικά θετικές επιδράσεις στην επιτυχία των παιδιών τους (Schmeck & Nguyen 1996).
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξαν και ο Flouris και οι συνεργάτες του (1994), υποστηρίζοντας ότι, η επιτυχία των παιδιών στο σχολείο σχετίζεται θετικά με το εκπαιδευτικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Τονίζεται, μάλιστα, ότι στην Ελλάδα, η επιτυχία στις μικρές τάξεις συχνά ακολουθείται από ακαδημαϊκή επιτυχία αργότερα.
Διαπιστώθηκε, ακόμη ότι, η χαμηλή επίδοση επηρεάζει αρνητικά τους μαθητές σε σχέση με τις επιθυμίες τους και τις προσδοκίες τους, και ακόμη τις επιλογές τους για σπουδές και επαγγέλματα (Γκαρή 1992).
Ο Marjoribanks (1997) στην Αυστραλία ερεύνησε κατά πόσο οι έφηβοι είχαν υποστήριξη από τους γονείς τους στις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, οι νοητικές ικανότητες συμβάλλουν στις επαγγελματικές φιλοδοξίες των εφήβων. Βρέθηκε θετική σχέση ανάμεσα στη γονεϊκή υποστήριξη για μάθηση και στην επιτυχία των εφήβων σχετικά με τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Για τα κορίτσια, η κοινωνική καταγωγή είχε μεγαλύτερη επιρροή στις φιλοδοξίες τους απ’ ό,τι οι νοητικές τους ικανότητες. Όμως οι φιλοδοξίες των αγοριών φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται από την καταγωγή τους αλλά από τις νοητικές τους ικανότητες.
Σε έρευνα των Φλουρή, Μαντζάνα και Σπυριδάκη (1981) βρέθηκε ότι, οι γονείς δίνουν μεγάλη σημασία στη σχολική εκπαίδευση που οδηγεί σε επαγγελματική και κοινωνική άνοδο, γιατί πιστεύουν ότι η επιτυχία στο σχολείο δημιουργεί μεγάλες επαγγελματικές προοπτικές για το μέλλον.
Γενικά, η σχολική επιτυχία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επαγγελματική επιτυχία. Σε έρευνα των Φλουρή, Κουλοπούλου, Σπυριδάκη (1981) διαπιστώθηκε ότι, τα κορίτσια υστερούν στη σχολική επίδοση έναντι των αγοριών, τόσο στο γυμνάσιο όσο στο λύκειο και το Πανεπιστήμιο, επειδή, όπως ερμηνεύουν οι ίδιοι οι ερευνητές, έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές κοινωνικές προσδοκίες. Η παραπάνω διαπίστωση, αλλά και η ερμηνεία αυτή, όσο και αν ίσχυε την εποχή που έγινε η έρευνα, σήμερα αποτελεί οπωσδήποτε ένα θέμα που αξίζει να ερευνηθεί διεξοδικότερα.
Στις Η.Π.Α. εξετάστηκαν οι παράγοντες που διαφοροποιούν τη σχολική επίδοση ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια λυκείου σε έρευνα της Lao (1980). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, τα αγόρια είχαν υψηλότερα κίνητρα επιτυχίας από τα κορίτσια, είχαν όμως χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις. Συμπεραίνεται ότι, τα κίνητρα για επιτυχία δεν αρκούν για την πρόβλεψη ακαδημαϊκών επιδόσεων. Η σχέση κινήτρων για επιτυχία και επιδόσεων είναι ισχυρότερη για τα αγόρια. Τα κορίτσια, αν και είχαν υψηλές σχολικές επιδόσεις, δεν είχαν υψηλά κίνητρα, ίσως, γιατί: α) Τα υψηλά κίνητρα στα κορίτσια κατευθύνονται σε κοινωνικές και όχι ακαδημαϊκές επιτυχίες, β) γίνεται λόγος για το «φόβο επιτυχίας» στα κορίτσια γιατί η επιτυχία αυτή θεωρείται συνήθως ότι είναι ενάντια στη θηλυκότητα και εκτιμάται αρνητικά.
Σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη έρευνα της Hanson (1994) στην Αμερική, σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό εφήβων (28.000 άτομα από 1.100 σχολεία), διαπιστώθηκε ότι, πολλοί μαθητές έχουν μειωμένες προσδοκίες για το μελλοντικό τους επάγγελμα, ενώ έχουν τις απαιτούμενες δυνατότητες. Αυτό σημαίνει ότι, συχνά χάνονται «ταλέντα», αφού ορισμένα παιδιά δεν έχουν προσδοκίες και φιλοδοξίες αντίστοιχες προς τις (θετικές) προϋποθέσεις και ικανότητές τους, εξαιτίας όχι μόνο του φύλου, της εθνικότητας και της κοινωνικής τάξης. Πολλές φορές διάφορες ομάδες αντιμετωπίζουν διάκριση στην εργασία, κάτι δηλαδή, που φαίνεται να έχει επιπτώσεις και στη σχολική επιτυχία των παιδιών. Οι μαύροι, οι τσιγγάνοι και άλλες ομάδες νέων, που ανήκουν σε μειοψηφίες, καταβάλλουν μικρότερες προσπάθειες στο σχολείο, γιατί ξέρουν ότι, όταν θα βγουν στην αγορά εργασίας, θα υπάρχουν, ούτως ή άλλως, διακρίσεις σε βάρος τους.
Αλλά και από άλλη έρευνα στην Αμερική (Berndt & Miller 1990), διαπιστώθηκε ότι η επιτυχία των μαθητών είναι στενά συνδεμένη με την αντίστοιχη προσδοκία. Η επιτυχία γενικά, δε φαίνεται να είναι άσχετη και με την επιτυχία στο σχολείο, δηλαδή, την καλή επίδοση. Συγκεκριμένα: Μαθητές που υποτιμούν τις ευκαιρίες που έχουν για σχολική επιτυχία, έχουν ανάγκη να ενθαρρύνονται για να αυξήσουν τις προσδοκίες τους από το σχολείο. Μαθητές με μικρό ενδιαφέρον για το σχολείο, χρειάζεται να βοηθηθούν κατάλληλα, ώστε να αντιληφθούν την αξία της σχολικής φοίτησης.
Στην Αφρική φαίνεται ότι, οι γονείς ασκούν δυνατή επιρροή στην ανάπτυξη κινήτρων για επιτυχία των παιδιών τους. Τα παιδιά που ενισχύονται από τους γονείς τους είναι περισσότερο πιθανό ν’ αναπτύξουν ένα υψηλό επίπεδο κινήτρων για επιτυχία (Maqsud & Coleman 1993).
Σε μια συνοπτική θεώρηση των παραπάνω, σημειώνεται ότι, οι νοητικές ικανότητες είναι ένας άλλος παράγοντας που έχει αποφασιστική σημασία για την επιλογή επαγγέλματος. Οι υψηλές σχολικές επιδόσεις και οι αντίστοιχες ικανότητες, σύμφωνα και με τις παραπάνω αναφερόμενες έρευνες (οι οποίες και συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό στις διαπιστώσεις τους), αποτελούν σημαντικό θετικό παράγοντα και σημαντική προϋπόθεση για επαγγελματική επιτυχία. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που θα δεχθούν εκπαίδευση υψηλής στάθμης θα μπορέσουν βασικά να επιλέξουν και να καταλάβουν και αντίστοιχα, δηλαδή, υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, επαγγέλματα.
Σύνεση – προσοχή: Χαρακτηρίζει το άτομο που αποφεύγει τα λάθη και προσέχει τη λεπτομέρεια.
Συνεργατικότητα: Χαρακτηρίζει το άτομο που συμμετέχει σε ομάδες και συνεργάζεται.
Επιρροή: Χαρακτηρίζει το κυριαρχικό άτομο, που θέλει να επηρεάζει, να ηγείται, να παίρνει πρωτοβουλίες και να αναλαμβάνει ευθύνες.
Συγκινησιακή σταθερότητα: Χαρακτηρίζει το άτομο που είναι πράο και χαρούμενο και γενικά ξεπερνά τις δυσκολίες.
Ευαισθησία: Χαρακτηρίζει το άτομο με ικανότητα συμμετοχής στα συναισθήματα των άλλων.
Κοινωνικότητα: Χαρακτηρίζει το φιλικό άτομο και γενικά το άτομο που αρέσκεται στη συντροφιά των άλλων.
Αξιοπιστία: Χαρακτηρίζει το άτομο που παρουσιάζει εντιμότητα, συνέπεια, και εργάζεται αποτελεσματικά ανεξάρτητα από άσκηση ελέγχου (Λιάντας 1996).
Η συνάρτηση της προσωπικότητας με την επιλογή επαγγέλματος και με την επαγγελματική ανάδειξη φαίνεται να εκτιμάται τα τελευταία χρόνια διαφορετικά από ό,τι παλαιότερα. Πριν μερικά χρόνια, η διαδικασία επιλογής επαγγέλματος ήταν «διανοητικό ή πνευματικό» θέμα. Δηλαδή, η επιλογή θεωρούνταν επιτυχημένη, αν τα προσόντα του ατόμου «ταίριαζαν» με τις απαιτήσεις που είχε το μελλοντικό του επάγγελμα. Σήμερα οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι, χρειάζεται να υπάρξει κάποια επαγγελματική ωριμότητα του ατόμου και ότι στην επιλογή του επαγγέλματος είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη κυρίως η προσωπικότητα και οι βασικές εσωτερικές ανάγκες του ατόμου (βλ. ενδεικτικά Μιχαηλίδη – Νουάρου 1987).
Γενικά, και σύμφωνα με τους Κ. Μάνο (2000) και Ν. Γ. Παπαδόπουλο (2001α), η προσωπικότητα του ατόμου με τη δυναμικότητά της αποτελεί καίρια και ουσιαστική προϋπόθεση στην επιλογή επαγγέλματος. Η επιλογή αυτή, ως επιμέρους προσαρμογή του ατόμου στο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, συμβάλλει στη γενικότερη επιτυχή προσαρμογή του. Γι’ αυτό και συμβαίνει, άτομα ψυχολογικά προσαρμοσμένα να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στην επιλογή επαγγέλματος αλλά και να προσαρμόζονται καλύτερα σ’ αυτό.
2.4.2. Νοητικές ικανότητες και σχολικές επιδόσεις ως σύνθετοι παράγοντες και κριτήρια – κίνητρα
Ο Ν. Γ. Παπαδόπουλος σε μελέτη του (1980) αναφερόμενος στους ποικίλους παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν έντονα την επιλογή επαγγέλματος ενός νέου περιλαμβάνει σ’ αυτούς, και μάλιστα πρωταρχικά, τις ατομικές ικανότητες και δεξιότητες, τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις κ.λπ.
Αλλά και άλλοι συγγραφείς επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη, υποστηρίζοντας ότι, οι νοητικές ικανότητες και οι ιδιαίτερες επιδόσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την επιλογή επαγγέλματος, αφού οι ικανότητες αυτές κρίνονται απαραίτητες για την περαιτέρω απόκτηση δεξιοτήτων και γνώσεων (Μελανίτης 1966, Ινστιτούτο Ψυχολογίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ 1981, Κωστάκος 1981, Λιάντας 1996). Η σπουδαιότητα των νοητικών ικανοτήτων στην επιλογή επαγγέλματος τονίζεται και από τον Kuder, που αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, για μια επιτυχημένη επιλογή επαγγέλματος δε φτάνει μόνο το «θέλω» αλλά και το «νοητικό δυναμικό» (Ζαννή – Τελειοπούλου 1978 και 1980).
Η επιλογή σχολικής και επαγγελματικής κατεύθυνσης σε σχέση με τις νοητικές ικανότητες, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα όχι μόνο της ατομικής αλλά και της κοινωνικής ζωής. Ο Ν. Γ. Παπαδόπουλος (1980) υποστηρίζει ότι, αν το άτομο κατορθώσει να ασκήσει ένα επάγγελμα που είναι σύμφωνο με την ιδιαίτερη ικανότητα και την αντίστοιχη κλίση του, θα μπορέσει να εξασφαλίσει ατομική επιτυχία και παράλληλα κοινωνική πρόοδο. Δηλαδή, όσο πιο κοντά βρίσκεται η επιλογή επαγγέλματος στην ταύτιση είδους νοημοσύνης και βαθμού επίδοσης της σχετικής ικανότητας προς τις απαιτήσεις και το επίπεδο του επαγγέλματος, τόσο και πιο επιτυχημένη είναι η επιλογή αυτή για το ίδιο το άτομο αλλά και για όλη την κοινωνία. Εξάλλου, καταλήγει, η ορθή επαγγελματική επιλογή στηρίζεται στην αλληλοσυσχέτιση και εναρμόνιση των νοητικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ατόμου, των ενδιαφερόντων και κλίσεών του, των ευρύτερων ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών και οικονομικών δυνατοτήτων και των προσφερόμενων επαγγελματικών ευκαιριών, δηλαδή της μελλοντικής, ζήτησης εργασίας κάθε επαγγέλματος. Στις επισημάνσεις αυτές η προτεραιότητα αποδίδεται στη συμφωνία νοητικών ικανοτήτων και κλίσεων ή ενδιαφερόντων του ατόμου και κατά συνέπεια περιλαμβάνουν διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σε συνάρτηση με την επιλογή επαγγέλματος.
Στην αναγκαιότητα της αντιστοιχίας μεταξύ ικανοτήτων και απαιτήσεων των επαγγελματικών ασχολιών αναφέρονται και άλλοι ειδικοί. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι, διάφορες ομάδες επαγγελμάτων απαιτούν σε μεγαλύτερο βαθμό ορισμένες ικανότητες απ’ ό,τι άλλες. Ως βασικές νοητικές ικανότητες αναφέρονται συνοπτικά οι εξής:
Κατανόηση λόγου, αριθμητική ικανότητα, ευχέρεια λόγου ή ευφράδεια, παραστατική ικανότητα χώρου, μνήμη, αντίληψη, λογική σκέψη, πρωτοτυπία. Θεωρείται γενικά χρήσιμο, ο μαθητής να αποκτήσει επίγνωση των δυνατών και αδύνατων νοητικών του προϋποθέσεων και να αντιληφθεί πώς αυτές συνδέονται με ορισμένα μαθήματα ή εξωσχολικές ασχολίες και επαγγέλματα, ώστε να διευκολυνθεί στην επιλογή του επαγγέλματος που θα ακολουθήσει: (Ζαννή – Τελειοπούλου 1980).
Οι νοητικές ικανότητες και η σχολική επίδοση, ενώ αποτελούν σημαντικά κριτήρια και προϋποθέσεις για την επαγγελματική επιλογή, δεν είναι, όπως σημειώθηκε ήδη, μοναδικά στοιχεία καθορισμού της επαγγελματικής απόφασης και κατεύθυνσης. Τα πράγματα παρουσιάζουν μια αρκετά σύνθετη διαπλοκή. Έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, τόσο στο διεθνή όσο και στον ελληνικό χώρο ότι, η νοημοσύνη των παιδιών δεν παίζει μοναδικό ρόλο στην επιλογή επαγγέλματος (βλ. ενδεικτικά Myers 1941, Παπακωνσταντίνου 1981, Περισυνάκης 1975, Τζάνη 1983). Οι μελέτες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι, οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και το περιβάλλον της οικογένειας ευνοούν τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών που παίζουν σπουδαίο ρόλο στη σχολική και επαγγελματική κατεύθυνση, και αυτό, γιατί προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητά τους να εισαχθούν στους διάφορους τύπους περαιτέρω εκπαίδευσης (Τανακίδης 1983).
Ο Καθηγητής Ι. Μαρκαντώνης (1961) οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, υπάρχει άμεση θετική συσχέτιση μεταξύ επίδοσης στο γυμνάσιο και επαγγελματικής εξέλιξης στη ζωή. Διαπιστώθηκε ότι, οι μαθητές που είχαν καλύτερες επιδόσεις στο γυμνάσιο πέτυχαν στη ζωή τους επαγγελματικά περισσότερο από ό,τι εκείνοι με χαμηλότερες επιδόσεις. Φάνηκε, όμως, και εδώ, ότι, δεν είναι μόνο η επίδοση που καθορίζει αποκλειστικά την επαγγελματική πορεία, αλλά ο συνδυασμός της με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της οικογένειας και η αντίστοιχη οικογενειακή παράδοση. Η σχολική επιτυχία από μόνη της δε σημαίνει οπωσδήποτε επαγγελματική επιτυχία, και αντίστροφα, σχολική αποτυχία δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην επαγγελματική αποτυχία.
Αρκετοί ερευνητές, άλλωστε, επισημαίνουν ότι, η σχολική επιτυχία είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων ανάμεσα στους οποίους είναι η οικογένεια, το σχολείο, οι συνομήλικοι κ.λπ. (Πατέρας 1980, Flouris et al. 1994, Αναστασιάδης 1995, Συγκολλίτου 1998).
Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαπιστώσεις είναι διαφορετικές. Παρά τις υψηλές προσδοκίες των γονέων, η επιτυχία των παιδιών παρέμεινε χαμηλή. Συγκεκριμένα:Υψηλά επίπεδα πίεσης και βοήθειας από τους γονείς βρέθηκε ότι έχουν αρνητικές επιδράσεις στη σχολική επίδοση των παιδιών τους. Μάλιστα, αυτές οι επιδράσεις ήταν μεγαλύτερες στα κορίτσια. Βρέθηκε, ακόμη, ότι, οικογένειες που στηρίζουν θετικά (με επιτυχείς τρόπους) τα παιδιά τους, έχουν γενικά θετικές επιδράσεις στην επιτυχία των παιδιών τους (Schmeck & Nguyen 1996).
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξαν και ο Flouris και οι συνεργάτες του (1994), υποστηρίζοντας ότι, η επιτυχία των παιδιών στο σχολείο σχετίζεται θετικά με το εκπαιδευτικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Τονίζεται, μάλιστα, ότι στην Ελλάδα, η επιτυχία στις μικρές τάξεις συχνά ακολουθείται από ακαδημαϊκή επιτυχία αργότερα.
Διαπιστώθηκε, ακόμη ότι, η χαμηλή επίδοση επηρεάζει αρνητικά τους μαθητές σε σχέση με τις επιθυμίες τους και τις προσδοκίες τους, και ακόμη τις επιλογές τους για σπουδές και επαγγέλματα (Γκαρή 1992).
Ο Marjoribanks (1997) στην Αυστραλία ερεύνησε κατά πόσο οι έφηβοι είχαν υποστήριξη από τους γονείς τους στις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, οι νοητικές ικανότητες συμβάλλουν στις επαγγελματικές φιλοδοξίες των εφήβων. Βρέθηκε θετική σχέση ανάμεσα στη γονεϊκή υποστήριξη για μάθηση και στην επιτυχία των εφήβων σχετικά με τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Για τα κορίτσια, η κοινωνική καταγωγή είχε μεγαλύτερη επιρροή στις φιλοδοξίες τους απ’ ό,τι οι νοητικές τους ικανότητες. Όμως οι φιλοδοξίες των αγοριών φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται από την καταγωγή τους αλλά από τις νοητικές τους ικανότητες.
Σε έρευνα των Φλουρή, Μαντζάνα και Σπυριδάκη (1981) βρέθηκε ότι, οι γονείς δίνουν μεγάλη σημασία στη σχολική εκπαίδευση που οδηγεί σε επαγγελματική και κοινωνική άνοδο, γιατί πιστεύουν ότι η επιτυχία στο σχολείο δημιουργεί μεγάλες επαγγελματικές προοπτικές για το μέλλον.
Γενικά, η σχολική επιτυχία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επαγγελματική επιτυχία. Σε έρευνα των Φλουρή, Κουλοπούλου, Σπυριδάκη (1981) διαπιστώθηκε ότι, τα κορίτσια υστερούν στη σχολική επίδοση έναντι των αγοριών, τόσο στο γυμνάσιο όσο στο λύκειο και το Πανεπιστήμιο, επειδή, όπως ερμηνεύουν οι ίδιοι οι ερευνητές, έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές κοινωνικές προσδοκίες. Η παραπάνω διαπίστωση, αλλά και η ερμηνεία αυτή, όσο και αν ίσχυε την εποχή που έγινε η έρευνα, σήμερα αποτελεί οπωσδήποτε ένα θέμα που αξίζει να ερευνηθεί διεξοδικότερα.
Στις Η.Π.Α. εξετάστηκαν οι παράγοντες που διαφοροποιούν τη σχολική επίδοση ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια λυκείου σε έρευνα της Lao (1980). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, τα αγόρια είχαν υψηλότερα κίνητρα επιτυχίας από τα κορίτσια, είχαν όμως χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις. Συμπεραίνεται ότι, τα κίνητρα για επιτυχία δεν αρκούν για την πρόβλεψη ακαδημαϊκών επιδόσεων. Η σχέση κινήτρων για επιτυχία και επιδόσεων είναι ισχυρότερη για τα αγόρια. Τα κορίτσια, αν και είχαν υψηλές σχολικές επιδόσεις, δεν είχαν υψηλά κίνητρα, ίσως, γιατί: α) Τα υψηλά κίνητρα στα κορίτσια κατευθύνονται σε κοινωνικές και όχι ακαδημαϊκές επιτυχίες, β) γίνεται λόγος για το «φόβο επιτυχίας» στα κορίτσια γιατί η επιτυχία αυτή θεωρείται συνήθως ότι είναι ενάντια στη θηλυκότητα και εκτιμάται αρνητικά.
Σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη έρευνα της Hanson (1994) στην Αμερική, σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό εφήβων (28.000 άτομα από 1.100 σχολεία), διαπιστώθηκε ότι, πολλοί μαθητές έχουν μειωμένες προσδοκίες για το μελλοντικό τους επάγγελμα, ενώ έχουν τις απαιτούμενες δυνατότητες. Αυτό σημαίνει ότι, συχνά χάνονται «ταλέντα», αφού ορισμένα παιδιά δεν έχουν προσδοκίες και φιλοδοξίες αντίστοιχες προς τις (θετικές) προϋποθέσεις και ικανότητές τους, εξαιτίας όχι μόνο του φύλου, της εθνικότητας και της κοινωνικής τάξης. Πολλές φορές διάφορες ομάδες αντιμετωπίζουν διάκριση στην εργασία, κάτι δηλαδή, που φαίνεται να έχει επιπτώσεις και στη σχολική επιτυχία των παιδιών. Οι μαύροι, οι τσιγγάνοι και άλλες ομάδες νέων, που ανήκουν σε μειοψηφίες, καταβάλλουν μικρότερες προσπάθειες στο σχολείο, γιατί ξέρουν ότι, όταν θα βγουν στην αγορά εργασίας, θα υπάρχουν, ούτως ή άλλως, διακρίσεις σε βάρος τους.
Αλλά και από άλλη έρευνα στην Αμερική (Berndt & Miller 1990), διαπιστώθηκε ότι η επιτυχία των μαθητών είναι στενά συνδεμένη με την αντίστοιχη προσδοκία. Η επιτυχία γενικά, δε φαίνεται να είναι άσχετη και με την επιτυχία στο σχολείο, δηλαδή, την καλή επίδοση. Συγκεκριμένα: Μαθητές που υποτιμούν τις ευκαιρίες που έχουν για σχολική επιτυχία, έχουν ανάγκη να ενθαρρύνονται για να αυξήσουν τις προσδοκίες τους από το σχολείο. Μαθητές με μικρό ενδιαφέρον για το σχολείο, χρειάζεται να βοηθηθούν κατάλληλα, ώστε να αντιληφθούν την αξία της σχολικής φοίτησης.
Στην Αφρική φαίνεται ότι, οι γονείς ασκούν δυνατή επιρροή στην ανάπτυξη κινήτρων για επιτυχία των παιδιών τους. Τα παιδιά που ενισχύονται από τους γονείς τους είναι περισσότερο πιθανό ν’ αναπτύξουν ένα υψηλό επίπεδο κινήτρων για επιτυχία (Maqsud & Coleman 1993).
Σε μια συνοπτική θεώρηση των παραπάνω, σημειώνεται ότι, οι νοητικές ικανότητες είναι ένας άλλος παράγοντας που έχει αποφασιστική σημασία για την επιλογή επαγγέλματος. Οι υψηλές σχολικές επιδόσεις και οι αντίστοιχες ικανότητες, σύμφωνα και με τις παραπάνω αναφερόμενες έρευνες (οι οποίες και συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό στις διαπιστώσεις τους), αποτελούν σημαντικό θετικό παράγοντα και σημαντική προϋπόθεση για επαγγελματική επιτυχία. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που θα δεχθούν εκπαίδευση υψηλής στάθμης θα μπορέσουν βασικά να επιλέξουν και να καταλάβουν και αντίστοιχα, δηλαδή, υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, επαγγέλματα.
Συνεχιζεται Γ' ΜΕΡΟΣ: Κλίσεις και ιδιαίτερες ή ειδικές ικανότητες από την Αγνή Βίκη και τον Ευστράτιο Παπάνη
ΠΗΓΗ : https://psichologiagr.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου